σοφίζεται

σοφίζεται
σοφίζομαι
make wise
pres ind mp 3rd sg
σοφίζω
make wise
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοφίζετ' — σοφίζεται , σοφίζομαι make wise pres ind mp 3rd sg σοφίζετο , σοφίζομαι make wise imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) σοφίζετε , σοφίζω make wise pres imperat act 2nd pl σοφίζετε , σοφίζω make wise pres ind act 2nd pl σοφίζεται , σοφίζω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισοφιστής — ἀντισοφιστής, ο (Α) αυτός που σοφίζεται κάτι για ν αντιμετωπίσει κάποιο κακό …   Dictionary of Greek

  • μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του …   Dictionary of Greek

  • πολυμήστωρ — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Θράκης, που είχε νυμφευθεί την κόρη του Πριάμου Ιλιόνη. Όταν ο Πρίαμος είδε να πλησιάζει η καταστροφή της Τροίας, έστειλε τον γιο του Πολύδωρο να μείνει με τον Π., ώσπου να γίνει άνδρας… …   Dictionary of Greek

  • σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”